φιλαπεχθημόνως

φιλαπεχθημόνως
φιλαπεχθήμων
fond of making enemies
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλαπεχθημόνως — Α επίρρ. βλ. φιλαπεχθήμων …   Dictionary of Greek

  • φιλαπεχθήμων — ον, Α αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος* («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.). επίρρ... φιλαπεχθημόνως Α με φιλαπεχθημοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλαπεχθής — ές, Α φιλαπεχθήμων*. επίρρ... φιλαπεχθῶς Α φιλαπεχθημόνως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”